- καταβρίθοι
- καταβρί̱θοῑ , καταβρίθωto be heavily ladenpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβρίθω — (Α) 1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) 2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.) 3. καταστρατηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek